- διωστήρας
- Βασικό τμήμα του μηχανισμού μετατροπής της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε κυκλική και αντίστροφα. Ονομάζεται και μπιέλα. Έχει τη μορφή άκαμπτης ράβδου με κυλινδρικά έδρανα στις δύο άκρες της, ενώ το σχήμα της διατομής στο σώμα του δ. έχει τη μορφή Η. Από τα δύο κυλινδρικά έδρανα, το ένα (κεφαλή) είναι συνδεδεμένο με το περιστρεφόμενο όργανο (στρόφαλο), ενώ το άλλο (πόδι) είναι συνδεδεμένο με το όργανο που κινείται ευθύγραμμα. Σε μια πλήρη περιφορά της κεφαλής αντιστοιχούν δύο αντίθετες μετακινήσεις του ποδιού, που έχει μήκος ίσο με τη διάμετρο της περιφέρειας που διαγράφει η κεφαλή. Ο δ. κατασκευάζεται από χάλυβα ή ελαφρά κράματα και χρησιμοποιείται γενικά στους παλινδρομικούς κινητήρες και ιδιαίτερα στους κινητήρες εσωτερικής καύσης. Η τάση που παρατηρείται τελευταία είναι να κατασκευάζονται δ. από πολύ ελαφρά συνθετικά υλικά και κράματα, προσδίδοντας περαιτέρω ισχύ στον κινητήρα λόγω της κίνησης ελαφράς μάζας. Στους κινητήρες τύπου V οι δύο δ. ενώνονται σε κοινό κομβίο στροφάλου. Τέλος, σε ειδικές διατάξεις κυλίνδρων, οι δ. λαμβάνουν μορφή και διάταξη ακολουθώντας τη σχέση διάταξης στροφάλου ή στροφάλων και κυλίνδρων αντίστοιχα.
Ο διωστήρας (μπιέλα) είναι το βασικό τμήμα ενός μηχανισμού που μετατρέπει την παλινδρομική κίνηση ενός εμβόλου σε κυκλική κίνηση άξονα.
* * *ο (Α διωστήρ)νεοελλ.ευθύγραμμη στερεά ράβδος, σύνδεσμος μεταξύ τών στοιχείων ενός μηχανισμού κατά τη μεταφορά ή τη μετατροπή μιας κίνησηςαρχ.1. χειρουργικό εργαλείο, κοφτερή λαβίδα για να βγάζουν τα βέλη από το τραύμα2. ξύλινος μοχλός που περνά μέσα από τους κρίκους κιβωτίου για να διευκολύνει τη μεταφορά.
Dictionary of Greek. 2013.